No ratings.
Ομίχλη πάνω απ' τα Βαλκάνια
1ο μέρος
1ο κεφάλαιο |
Η ομολογία των πάντων από κάποιον που δεν έχει κάνει τίποτα Στην αρχή θάρρεψε πως αντίκρισε το χάος· όμως από εκείνη την στιγμή που την αντίκρισε ξανά μπροστά του έπιασαν όλα να μπαίνουν πάλι αργά στην τόσο γνώριμη αράδα τους. Έτσι έπρεπε να γίνει, αλλιώς τίποτα πια δεν θα ’χε νόημα. Ακόμα κι έτσι όμως μέχρι τις μέρες εκείνων των καιρών κανένας δεν κατάφερε να ανακαλύψει τον λόγο που όλα συνέβησαν με την συγκεκριμένη σειρά. Τα πάντα χάθηκαν, οι “φίλοι” εξαφανίστηκαν, έμεινε μόνος να παλεύει με κάτι που δεν γνώρισε ποτέ, που κάποιοι κάποτε του είχαν μιλήσει για τα αδύναμα σημεία του αλλά ο χρόνος που περνούσε τα έσβηνε αργά μα σταθερά από την μνήμη του. Τα χρόνια περνούσαν, μια μέρα ανακάλυψε πως είχε μεγαλώσει πια χωρίς να καταφέρει τίποτα· μονάχα πάλευε, πάλευε σαν λυσσασμένος σκύλος, κι όποτε πήγαινε να κάνει ένα βήμα μπρος τον χτυπούσε αλύπητα η μοίρα και πισωπατούσε λαβωμένος. Όταν αρχίζεις τον κατήφορο κανείς δεν θα βρεθεί, τρελός ή γνωστικός, για να σε σώσει. Μην περιμένεις με τα παρακάλια να γυρίσεις την ζωή προς το καλύτερο· ο κόσμος σε σκοτώνει με το που θα τολμήσεις να βγάλεις απ’ το μέτωπο τις παρωπίδες και το χαλινάρι που σου φόρεσαν από τα πρώτα κιόλας παιδικά σου χρόνια... Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις από τα δεσμά της κοινωνίας· είναι μάταιο... Πριν καν προλάβεις να ανασηκωθείς απ’ το θρανίο και να αρπάξεις την ζωή απ’ τα μαλλιά η ετικέτα σου ’χει ήδη κολληθεί στο μέτωπο: ο “επιμελής”, ο “εργατικός”, ο “ατίθασος”... Στην συνέχεια τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, απλά εδώ αρχίζει να αχνοφαίνεται το πρώτο απ’ τα λαμπυρίσματα της πρώτης σπίθας. Μην τρομάζεις από τώρα, μην απογοητεύεσαι· είναι τόσο νωρίς ακόμα, δεν έχεις δει και ζήσει τίποτα. Σκέψου για λίγο τους υπόλοιπους, αυτούς που από την απόδοση μιας μέρας πετάχτηκαν σαν τα σκουπίδια στον βούρκο της ζωής. Εκείνους που έφαγαν κάποια από τα καλύτερά τους χρόνια στα θρανία και τελικά κατέληξαν χειρότεροι και από τον τελευταίο χαμάλη. Κι εσύ από κάπου εκεί θα πρέπει να ξεκίνησες, και ακόμα πολεμάς να αναδιπλώσεις τις φτερούγες. Χαλάρωσε λοιπόν και απόλαυσε την βόλτα σου, ποιος ξέρει αν θα ξαναβρείς μια τέτοια ευκαιρία... ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ “Η αλήθεια και το ψέμα είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος…” 1. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια. Το πλοίο ταξίδευε μέσα στην νύχτα, κόβοντας σαν λάμα από χειρουργικό νυστέρι τα μαύρα σαν κατράμι, αφρισμένα νερά του Αιγαίου πελάγους, πολεμώντας να φτάσει στον προορισμό του πριν το πρώτο φως του ήλιου χτυπήσει τις πέτρες και τα χώματα της ελληνικής γης... Έριξε μια ματιά στην ώρα· ήταν ακόμα νωρίς. Δύο καθίσματα πιο πέρα ο αδερφός του βολόδερνε στην άβυσσο που έπλαθαν τα όνειρα. Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή που είχε αγκαλιάσει το μυαλό του: με κοφτό, γρήγορο βήμα προχώρησε προς το κατάστρωμα· ένιωθε πως πνιγόταν, σαν κάποιος να τον είχε αρπάξει από τον λαιμό και του έσφιγγε με μανία το λαρύγγι. Με μια βαριά, κοιμισμένη θαρρείς κίνηση άνοιξε την ογκώδη πόρτα διάπλατα και έπεσε με όλο το βάρος του κορμιού του πάνω στην σιδερένια κουπαστή. Η άρμη που έφερνε αγκαλιές ο βραδινός αέρας κάπως τον έφερε στα σύγκαλά του, δεν άργησε όμως να ξανακυλιστεί στην άβυσσο. Έσκυψε το κεφάλι ρίχνοντας μια ματιά στην θάλασσα και ακούμπησε καλύτερα το σώμα του πάνω σε κάποιον διπλανό σωρό, σκεπασμένο με μια λινάτσα ποτισμένη ως το κόκκαλο με αρμύρα· το διπλωμένο παλαμάρι θαρρούσες πως σάλευε από την ορμή των ντηζελοκινητήρων που έσπρωχναν κάποιο από τα ποστάλια του Αιγαίου σε μια ατέλειωτη πορεία προς τα εμπρός. Ποτέ, μέχρι τουλάχιστον τον τελευταίο μήνα, δεν είχε ξανανιώσει τόση χαλαρότητα· όλα περνούσαν και όλα χάνονταν, μα πάντα η ουσία ήταν ποτισμένη με μια τόσο εξωφρενική αίσθηση ματαιότητας που κάποιες στιγμές ένιωθε πως φορτώθηκε στην πλάτη του τους πόνους και τα βάσανα ολόκληρου του κόσμου. Το φως κάποιου απομακρυσμένου στα σκοτάδια φάρου που αναβόσβηνε μονότονα (λες κι ήθελε να δείξει πως υπάρχει) τον έκανε για μια στιγμή να γυρίσει στην πραγματικότητα· η νοτισμένη με αρμύρα ανάσα του ανέμου που ‘έφτανε ως τα ξεραμένα χείλη του έφερνε στο μυαλό την γεύση του ιδρώτα από την κάθε του προσπάθεια να δέσει, να κολλήσει κάπου, και που στο τέλος θα φαινόταν και αυτή το ίδιο μάταιη όπως και όλες οι υπόλοιπες... Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε το σώμα του να αποτραβιέται από τον κόσμο, να πετάει και να μεταμορφώνεται σε ένα επίπεδο ψηλότερα από αυτό που άφηνε, να ταξιδεύει στους δικούς του κόσμους, πάντα όμως μπορούσε να συνδυάσει αυτή την αίσθηση με κάποιο σκαμπανέβασμα απ’ το μεθύσι, με το hungover που προκλήθηκε από μια τζούρα χόρτο ή άλλο πιο σκληρό ναρκωτικό, εκείνο το βράδυ όμως ήταν στην ουσία μόνος. Δεν ήξερε πια τι ζητούσε ή τι πίστευε εκείνες τις ώρες· τρομαγμένος έριξε το βλέμμα του στον ουρανό, ίσως κατάφερνε να ξετρυπώσει από εκεί κάποια ελπίδα, μάταια... Το χρώμα του ήταν πιο σκούρο κι από αυτό της θάλασσας, που αφρίζοντας πισωπατούσε ζαλισμένη στο πέρασμα των σκλάβων που επέστρεφαν στα φονικά κλουβιά τους, και το φεγγάρι (ίσως το φως του να του πρόσφερε μια καθοδήγηση) να έχει δύσει εδώ και ώρες... Ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού, σαν να ξυπνούσε απρόσμενα από τον ύπνο, τον έφερε ξανά στο τώρα. Μια παρέα στην αντικρινή πλευρά του καραβιού είχε αράξει γύρω από μια κιθάρα· πλησίασε μηχανικά, αθόρυβα, λες και φοβόταν ότι κι ο παραμικρός θόρυβος θα χαλούσε αυτή την αρχέγονη συνταγή της ευτυχίας. “Κάπως έτσι θα πρέπει να ’ναι στον παράδεισο” σκέφτηκε και ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Πόσο οικείες φάνηκαν στα μάτια του εκείνες οι στιγμές... Ζωντάνεψαν μπροστά του κομμάτια από το παρελθόν, κάτι από τα ατέλειωτα νυχτέρια στην μικρή κάμαρα της ξενιτιάς που η μουσική μονάχα μπόρεσε να μεταλλάξει σε πλοίο που ταξίδευε τα παιδικά τους όνειρα. Και τώρα πια να έχουν αλλάξει τα πάντα... Ο κόσμος του είχε μετατραπεί σε φυλακή, μα στην ουσία ούτε καν τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς ο Μανώλης Αντωνίου είχε καταφέρει με το πέρασμα του χρόνου να μεταπλάσει τον χαρακτήρα του στο πρότυπο του επαναστάτη. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια φάνηκε πως θα γινόταν ένα ακόμα αγρίμι· στα είκοσί του χρόνια είχε αρχίσει να ανταποδίδει τα χτυπήματα. “Οι άνθρωποι χωρίς δράση πεθαίνουν” έλεγε συχνά πυκνά σε φίλους και παρέες δίχως συνοχή πριν εξαφανιστεί για άλλη μια φορά... Έπαιρνε το σακίδιο στον ώμο και εξαφανίζονταν μέρες ολόκληρες σε μια τιτάνια προσπάθεια να υποτάξει τις δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο μυαλό του, να σταματήσουν να ουρλιάζουν οι φωνές γνωστών και αγνώστων που τόσα χρόνια αλυχτούσαν μέσα στο κεφάλι του. Κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο στα αλήθεια επίμονες γίνονταν ώρες ώρες τούτες οι φωνές. Κάποιες βραδιές δεν έκλεινε τα μάτια του έστω για μια στιγμή, βασανισμένος από τα εκνευριστικά μουρμουρητά που προσπαθούσαν να τον κάνουν να πατήσει πόδι, να αντισταθεί στο σύστημα με όλες του τις δυνάμεις, ακόμα κι αν αυτό θα έφερνε την καταστροφή... Στα λίγα χρόνια της ζωής του ήρθε πολλές φορές κι αντίκρυσε στο πρόσωπο τον θάνατο, πάντοτε με διαφορετικά χαρακτηριστικά μα με το ίδιο πλάνο βλέμμα, δεν τον φοβόταν πια. Το ‘ξερε πια πολύ καλά, ο κόσμος σε σέβεται μόνο όταν τον πληρώνεις, όμως μια αίσθηση ανατριχίλας τον προειδοποιούσε πως για μία ακόμα φορά κάτι είχε πάει στραβά. Το μυαλό του πλέον είχε θολώσει ανεπανόρθωτα: σε κάθε βήμα που επιχειρούσε προς τα εμπρός ξεπρόβαλε στον δρόμο του μία ακόμα τρανταχτή αποτυχία, και τότε πλάκωνε ξανά το μαύρο πέπλο της σιωπής τις μέρες του. Κάποια στιγμή τα φώτα έσβηναν από το βλέμμα του, χωρίς ποτέ να κατορθώνει να ανακαλύψει την αιτία. Ήταν πια σίγουρος, κάτι δεν πήγαινε καλά· σκληρές, γεμάτες πόνο σκέψεις έπιαναν να κλυδωνίζονται σαν καραβοτσακισμένος μπάρκο μπρος του, και όλα του τα όνειρα να μην εκφράζονται ποτέ με πράγματα καλά: ονείρατα πολέμου, φήμες για ψεύτες που ξάφνου πλημμυρίσαν τον ντουνιά πλάθοντας κάλπικη ευτυχία κάλυπταν πάλι την ζωή του... “Το ’χεις σκεφτεί καλά; Είσαι σίγουρος πως θες να επιστρέψεις;” άκουσε από πίσω την τραχιά φωνή του αδερφού του, ποτισμένη ως το κόκκαλο με ειρωνεία· ο Λεωνίδας Αντωνίου ήξερε πάντα να λέει τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα, δεν είχε πλέον αυταπάτες. Οι μέρες του κυλούσαν στα όρια της ζωής του λιμενικού υπαλλήλου, τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Ο Μανώλης Αντωνίου ούρλιαξε μέσα στον ύπνο του απελπισμένος (σαν να ψυχανεμίστηκε απρόσμενα το ταίριασμα του ονείρου με την μελλούμενη πραγματικότητα) και το βλέμμα του πετάρισε ξανά στο μαύρο, κοιμισμένο πέλαγο. Τα όνειρα που έπλαθε από παιδί άρχιζαν ήδη να ραγίζουν, αν και όλα έδειχναν τόσο άτρωτα την πρώτη εποχή... Δεν του πήρε καιρό να συνηθίσει, να συμβιβαστεί με τα καινούρια δεδομένα. Από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε να κυκλοφορεί μέσα σε έναν ολοκληρωτικά καινούριο κόσμο, μια κοινωνία που φάνταζε ολότελα ανθρώπινη στο βλέμμα το τυρραγνισμένο, ένα μέρος της γης όπου επιτέλους θα άφηνε την φαντασία του ελεύθερη να ταξιδέψει πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων δίχως να πολυνοιάζεται για τον προορισμό. Και ξαφνικά ένα πρωί με το που άνοιξε τα μάτια του κατάλαβε πως κάτι άρχισε να αλλάζει· είχε υπερισχύσει μέσα του μια τρομακτική βεβαιότητα πως κάτι πολύ κακό είχε συμβεί και έκανε την καρδιά του να πλαντάζει απ’ τον φόβο. Το πιο μεγάλο λάθος του ήταν που ξέχασε έναν από τους βασικότερους κανόνες της ζωής: εκείνος που πετά ψηλά τσακίζεται και ευκολότερα... Δεν χρειάστηκε πάνω από μια στιγμή για να πάρει τις οριστικές του αποφάσεις. Έδειχνε μεθυσμένος από την υπέρμετρη ελευθερία – και τα πολύ γερά ποτήρια συνήθως παθαίνουν κρίσεις κατάθλιψης μόλις αρχίσουν να συνέρχονται από κάποιο μεγάλο μεθύσι. Ώρες ολόκληρες στέκονταν μπροστά σ’ ένα παράθυρο κι αγνάντευε αόριστα μακριά πάνω από τον ορίζοντα (το αν ο ήλιος έδυε ή άρχιζε καινούρια μέρα δεν είχε πια γι’ αυτόν και τόση σημασία) και όλα έπαιρναν την όψη οιωνών στο κουρασμένο βλέμμα του. Ακόμα μια φορά είχε γεμίσει το κεφάλι του με παραισθήσεις και οράματα· το σύμπλεγμα του ερημίτη δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν, απλά το θεωρούσε σαν ένα γεγονός που δεν μπορούσε πια να αποφύγει. Ολόκληρη η κοινωνία ήταν πια το περιθώριο, στάθηκε λοιπόν σε κάποιαν άκρη και απλά την άφησε να προσπεράσει, “μία σκοτούρα περιττή που πήγε στον αγύριστο” όπως πάντοτε έλεγε, και συνέχισε να ζει απτόητος μέσα στον δικό του ταραγμένο και παράλογο κόσμο απλά αφήνοντας όλους τους άλλους να πεθάνουν... Οι δέκα πέντε μήνες που πέρασε σαν στρατιώτης δεν του πρόσφεραν τίποτα ιδιαίτερο, ήταν απλά και μόνο μία ακόμα δοκιμασία αντοχής και ψυχικής δύναμης. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα τον έκανε να σκληρύνει ακόμα περισσότερο· τώρα πια τα ήθελε όλα και τα απαιτούσε αμέσως: η εποχή για οίκτο και για έλεος είχε περάσει πια το όριο απ’ όπου δεν υπάρχει πια επιστροφή. Τριγυρνούσε μέρες ολόκληρες με το απολυτήριο στα χέρια, ψάχνοντας κάτι στην ουσία άπιαστο. Η πόλη που τον γέννησε έμοιαζε στην ματιά του απέραντη και άδεια· ίσως πραγματικά να μην υπήρχε πια καμιά διέξοδος από την Αθήνα, κανένας τρόπος (ή έστω κάποια στενή δίοδος, κάποια κερκόπορτα) απόδρασης... Του έλεγαν πως δεν υπάρχουν μικρά πόστα και μικρές δουλειές, εκείνος όμως δεν τους πίστεψε παρά μονάχα όταν είδε με τα ίδια του τα μάτια πως υπάρχουν τόσοι μικροί άνθρωποι. Στην πόλη που τον είχανε παραπετάξει δεν υπήρχαν περιθώρια για ελπίδες, ούτε καν για όνειρα· διάβολε, δεν υπήρχε ούτε κι αυτή η αίσθηση της σιωπής που θα μπορούσε ίσως να ελαφρώσει λίγο την ψυχή του... Μπαινόβγαινε τα βράδια στα κολλάδικα έχοντας πια χαράξει στο μυαλό ξεκάθαρα πως για κάθε όνειρο υπάρχει κι ο αντίστοιχος εφιάλτης. Η παραζάλη του συχνά πυκνά ξεπέρναγε ακόμα και το όριο που χώριζε την κοινωνία από την παράνοια¨ έβλεπε αρκετά συχνά μέσα στο παραλήρημα τον Χριστό να κατεβαίνει για άλλη μια φορά στην γη, να ανακατεύεται με τους ανθρώπους, κι ο φόβος να απλώνεται σαν μαύρο σύννεφο στα πρόσωπα των παπάδων ολόκληρου του κόσμου. Όσο και να πολέμησε δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από το βάρος που μετά την φυγή του από την Βοσνία είχε πλακώσει την ψυχή του. Ένιωθε με την κάθε μέρα που περνούσε το μέλλον να τους πλησιάζει, ένα μέλλον που δεν ήθελε πραγματικά κανείς, και ο φόβος που ρίζωνε βαθιά στην ύπαρξή του ήταν αφάνταστα βαρύτερος ακόμα και από την πιο στέρεη ελπίδα... Δεν είχε ξανανιώσει στην ζωή του τόσο άδειος, τόσο μόνος... Όταν κατάλαβε πως όλοι οι άνθρωποι που μέχρι τότε είχε συναντήσει το μόνο που έκαναν ήταν να τον προδίνουν καθημερινά “αγάπησε” τον κόσμο αόριστα· αυτό τον έκανε να βασανίζεται λιγότερο. Η κάθε μέρα που περνούσε τον έσπρωχνε όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο του οινοπνεύματος –τον μόνο τρόπο που του είχε μείνει από τα παλιά και που μπορούσε κάποτε, σε άλλες εποχές να τον κάνει να ξεχνάει– όλο και πιο συχνά το παρελθόν μπερδεύονταν με την πραγματικότητα... Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με τα ρούχα. Δεν είχε μπει στον κόπο να γδυθεί γυρίζοντας από το κωλόμπαρο στην Βενιζέλου· ακόμα ένιωθε τις ατσαλόπροκες να τρυπάνε από την μια άκρη ως την άλλη το κεφάλι του, σε ένα χαρμάνι ανακατεμένες με τις αναμνήσεις τόσων χρόνων. Δεν έπρεπε να αποκοιμηθεί: σε λίγες ώρες θα ξεκινούσε ένα ακόμα ταξίδι προς το Βελιγράδι, όμως όσο περνούσαν τα λεπτά τα βλέφαρά του βάραιναν όλο και πιο πολύ. Το αδύναμο από τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις μυαλό του υποτάσσονταν με ευκολία στα φτερά του ύπνου, που στην ουσία πρόσφερε την λύτρωση... Έφυγε από την Τούζλα σαν κυνηγημένος πριν δυο χρόνια, είχε αφήσει πράγματα ατέλειωτα και την σχολή να περιμένει... Το σπίτι ήταν ακόμα νοικιασμένο, και μέσα του είχε κρυφτεί ο λόγος της επιστροφής του· ίσως ακόμα να μην είχε κριθεί τίποτα από τα μελλούμενα συμβάντα της ζωής του, εκείνος απελπισμένος όσο ποτέ άλλοτε, κανένας δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να κάνει άλλη μια προσπάθεια... Η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας εκείνο το κρύο χάραμα του Μάρτη ήταν λιγοστή. Το μόνο που έδειχνε να σπάει την σιωπή ήταν ο μακρινός ήχος από κάποια μηχανάκια που έσμιγε με το μουγκρητό της μηχανής του ταλαιπωρημένου αυτοκινήτου. Κανένας απ’ τους δυο δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη, παραδομένοι ακόμα στην θολούρα των ονείρων· τα μάτια του Μανώλη Αντωνίου έπαιζαν νευρικά δεξιά και αριστερά μέσα στο φεγγαρόφωτο ψάχνοντας ίσως κάποιο στήριγμα, όμως τα πάντα είχαν ντυθεί στα γκρίζα. Δεν χρειάστηκε πάνω από ένα τέταρτο για να φτάσουν στην αερογέφυρα· ο δρόμος προς το ανατολικό αεροδρόμιο έμοιαζε στόμα θεριού έτοιμου να τους καταπιεί και αστόχαστα ανασκουμπώθηκε, με ένα μούδιασμα να κυριαρχεί ακόμα στο κορμί και την ψυχή του. “Όλα λοιπόν κάπου εδώ τελειώνουν” σκέφτηκε και έριξε το βλέμμα του προς τον Λεωνίδα Αντωνίου που απόλυτα συγκεντρωμένος έψαχνε κάποια θέση να παρκάρει. Κάποια στιγμή ένιωσε για τον αδερφό του κάτι που ίσως έμοιαζε με ζήλια. Από τα μικρά του χρόνια ήταν τύπος κατασταλαγμένος, και νάτος τώρα αξιωματικός του λιμενικού, υποδιοικητής του σταθμού στην Ρόδο, ενώ αυτός.. Άστο καλύτερα, ούτε κι αυτός δεν ήξερε ακόμα τι γυρεύει... Ήταν γύρω στις πεντέμισι όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην πύλη του αεροδρομίου. Αν όλα πήγαιναν καλά η πτήση για Βελιγράδι θα τροχοδρομούσε περίπου σε δυο ώρες. Ο Λεωνίδας Αντωνίου πάρκαρε λίγο παραπέρα και κείνος άρχισε να βγάζει τις βαλίτσες, ακουμπώντας τες χύμα πάνω στο πεζοδρόμιο. Αυτό ήταν λοιπόν το τέρμα... “Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις;” ακούστηκε η φωνή του αδερφού του από κάπου στο βάθος. Γύρισε και τον κοίταξε καταπρόσωπο, ψάχνοντας να βρει κάτι να του απαντήσει. “Πίστεψέ με ρε Λεωνίδα, δεν έχω άλλη επιλογή· για μένα εδώ τα πάντα έχουν χαθεί, ίσως στην Τούζλα έχω ακόμα κάποια ευκαιρία...” του είπε πασχίζοντας να δώσει στην φωνή του έναν τόνο σιγουριάς, η καρδιά του όμως κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Δεν ήξερε τι θα έβρισκε φτάνοντας στην βορειοανατολική Βοσνία, κι αυτό τον τρόμαζε αφάνταστα· το μέρος που βρέθηκε εκείνες τις στιγμές ήταν χειρότερο και από τους πιο φριχτούς του εφιάλτες... Δεν ήξερε για πόση ώρα είχε κοκκαλώσει· ήταν το πρώτο φως της μέρας που τον ξανάφερε πίσω στην πραγματικότητα. Άρπαξε με μια βιαστική κίνηση τους δυο σάκους και μπήκε στην αίθουσα αναχωρήσεων. Ο αδερφός του τον ακολούθησε μέχρι τον έλεγχο διαβατηρίων. Προχώρησε στο βάθος, και όταν χάθηκε από το βλέμμα του ένιωσε την ψυχή του να ελαφρώνει από το βάρος που τον κυνηγούσε όλους αυτούς τους μήνες στην Ελλάδα. Ένιωσε πάλι μια απερίγραπτη αίσθηση ελευθερίας· για άλλη μια φορά θα όριζε αυτός το μέλλον του και όχι ο γύρω κόσμος, το κουτί της Πανδώρας ακόμα μια φορά είχε ανοίξει διάπλατα. Μπορούσε πάλι να κάνει αυτό που ένιωθε σωστό, να μιλάει ξανά ελεύθερα, δεν φοβόταν πια κανέναν... Προσπέρασε βιαστικά τα duty free· δεν είχε καμιά διάθεση να μπλεχτεί ανάμεσα σε κάθε λογής cyber φρικιά καταναλωτισμού, έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε προς την καφετέρια. Δυο τύποι καθισμένοι σε κάποιο από τα τραπέζια που ακουμπούσαν στις δυο πιο μακρινές γωνιές του χώρου του έκαναν νόημα να πλησιάσει. Δεν τους γνώρισε στην αρχή, είχαν περάσει κοντά τρία χρόνια που είχαν να βρεθούν μαζί, όμως μόλις τους πλησίασε το παρελθόν ξανάρχισε να ζωντανεύει· έδειχναν να διατηρούν ακόμα κάτι από την παλιά φλόγα, και αυτό τον φόβιζε γιατί του έδειχνε πως το μυαλό του είχε αρχίσει να αλλάζει δρόμο. Κάποια στιγμή φάνηκε να διστάζει· δεν είχε καμία όρεξη για μαλακίες και κουβέντες του αέρα, ήταν ακόμα πολύ νωρίς. “Δεν γαμιέται, τουλάχιστον δεν θα ταξιδέψω μόνος” μονολόγησε και τράβηξε προς το μέρος τους, άλλαξε λίγα βιαστικά λόγια και αμέσως φάνηκε να προσαρμόζεται. Οι Έλληνες φοιτητές στην Τούζλα δεν ήταν ποτέ πάνω από τριάντα άτομα, είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλον αν τύχαινε καμιά αναποδιά – εκείνος όμως είχε δει τα πρόσωπά τους πεντακάθαρα, δεν εμπιστευόταν πια κανέναν... Η ώρα περνούσε, ο Μανώλης Αντωνίου ένιωθε πιο μόνος από ποτέ άλλοτε, και όταν περίπου μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη αναχώρηση άρχισαν να ανεβαίνουν στο αεροπλάνο νόμισε πως ο ουρανός θα έπεφτε να τον πλακώσει. Το μέσο μεταφοράς τους στην σέρβικη μεγαλούπολη ήταν ένα μικρό ελικοφόρο με δυο κινητήρες, από εκείνα που ο θόρυβος σε έκανε να νομίζεις πως είναι έτοιμα να διαλυθούν με το πρώτο κενό αέρος, αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε· ήταν πια εξοικειωμένος με την τεχνογνωσία της κοινωνίας στην οποία είχε μόλις ξαναγίνει μέλος. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος στην Βοσνία κυλούσε πάντοτε γι’ αυτούς πιο γρήγορα απ’ ότι στην πατρίδα. Το αεροσκάφος σηκώθηκε στην ώρα του. Είχε καθίσει σε ένα από τα παράθυρα και με το βλέμμα αφημένο στα χίλια δυο παιχνίδια που έκανε το φως της χαραυγής πάνω στα γκρίζα σύννεφα δεν άργησε να αποκοιμηθεί, κομμάτια από την υπερένταση και το ατέλειωτο νυχτέρι. Όταν άνοιξε τα μάτια πετούσαν πάνω από την Θεσσαλονίκη· η ματιά του πλανήθηκε για μια στιγμή προς τα αριστερά: ο Μαγνησίας κι ο Τάσος έδειχναν να κοιμούνται βαθιά, ανενόχλητοι από τον χορό που έστησαν οι αναμνήσεις γύρω του και τον παράσερναν σε εφιάλτες. Ξενύχτια ατέλειωτα με τα λογιών λογιών ρεμάλια στην μικρή σοφίτα που σιγά σιγά μετάλλαζε σε ένα κλειστοφοβικό, στενό κελί μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας, φωνές και γέλια κάτω προς την Γκλάβνα ούλιτσα που κάποτε τους έφεραν φάτσα με φάτσα με μια πιθανή απέλαση από την χώρα και έφταναν ως τα εσώψυχα της κάθε νύχτας και, μόλις πλάκωνε ο χειμώνας, η ηρεμία φορτωμένη με ένα ολόλευκο χιονάτο πέπλο που φόραγαν οι στέγες πάνω από τα χαμόσπιτα κάποιων απόκληρων... Κάποια στιγμή ένιωσε το ρίγος να τον διαπερνά σαν ρεύμα από μια διάσταση όπου η κόλαση είναι ακόμα παγωμένη κάπου κοντά στο απόλυτο μηδέν, θαρρείς πως κάποιος είχε αφήσει την ψυχή του ελεύθερη να περιπλανηθεί στον έξω κόσμο, κάποιος που μια ολόκληρη ζωή έτρεχε να προλάβει μάταια κάτι που δεν υπάρχει, που στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ. Πολλές φορές αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τον τραβούσε προς τα πίσω, στην τόσο γλυκιά όσο και κάποτε τρομακτική αναπόληση των καιρών που πέρασαν πια και χάθηκαν... Ίσως σ’ αυτή την εποχή μονάχα με τις παρωπίδες φορεμένες θα μπορούσαν να δουλέψουν ανεμπόδιστα... Πριν ξεκινήσει τούτη την μακριά προσπάθεια, πριν καν αρχίσει ο προσωπικός του πόλεμος με την ζωή και τους ανθρώπους, είχε φωλιάσει στο μυαλό του το άγχος να καταφέρει να περάσει το ανυπέρβλητο εμπόδιο που ύψωνε μπροστά του ο φόβος. Απ’ την αρχή του χρόνου ο άνθρωπος αντίκριζε μόνο αυτό που μπορούσε πράγματι να αγγίξει, και ό,τι έβλεπε το έλεγε “πατρίδα” ή “σπιτικό”· ο κόσμος όμως ήταν σίγουρα τρανότερος… Μονάχα η άμμος και ο άνεμος μπορούσαν να δουλεύουν ανενόχλητα, έσβηναν το μέλλον τους με το που άρχιζε να απλώνει τα ακροδάχτυλα προς το σοκάκι που τραβούσαν, στον ίδιο πάντα παλαβό ρυθμό που είχαν κρατήσει από την εποχή που έσβηναν το παρελθόν τους. Και κάποτε, ξυπνώντας θαρρείς από τον ύπνο, έβλεπαν τρομοκρατημένοι ότι το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν κάμποσες μισοθαμμένες αναμνήσεις που είχαν γλιτώσει από θαύμα απ’ τον όλεθρο... Αυτή την φορά ο Μανώλης Αντωνίου ένιωθε πεντακάθαρα τον πόνο της φυγής να του χαράζει σώμα και ψυχή βαθύτερα απ’ ότι πιο παλιά, θαρρούσε πως όλα όσα είχε αφήσει βρίσκονταν κολλημένα πάνω του με μια κόλληση που τίποτα δεν θα μπορούσε να αποκόψει· η άνυδρη και στέρφα γη που για ολόκληρους αιώνες πύρωνε ο μαυρισμένος ήλιος της Ελλάδας και πάνω της είχαν χτιστεί τόσες και τόσες αυταπάτες, οι κορυφογραμμές όλων εκείνων των βουνών που διαφέντευαν ο Υμηττός και η Πεντέλη και μάντρωναν αντάμα με την Πάρνηθα ανθρώπινες ψυχές και σώματα στην μάχη για το μεροκάματο, οι ασημένιοι κάμποι που κάποια πρωινά έκλεβαν την ελπίδα και το φως από τα φυλλώματα των αμπελώνων και πάλευαν να τα μαντρώσουν στο ανθρώπινο μυαλό, τα κυπαρίσσια που έδιναν πρώτα κάθε ξημέρωμα όρκο τιμής στον Άρχοντα του κόσμου δεν έλεγαν να τον ελευθερώσουν... Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια το ίδιο θέαμα θαρρείς πως τον περιγελούσε, και πάνω από το κεφάλι του να τον τυφλώνει ένα καθάριο, λαμπρό φως που στραφταλίζοντας έντυνε και έγδυνε τα πάντα στην ζωή, συχνά πυκνά γελώντας παιχνιδιάρικα σε κάμποσα μικρά παιδιά, τα μόνα που το αναγνώριζαν μέσα στην ασφυκτικά κλειστή πραγματικότητα. Και πάντοτε στην μέση του ονείρου θρονιασμένη η μορφή εκείνης... Είχαν περάσει δύο σχεδόν χρόνια από την στιγμή που άρχισε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής, όμως ακόμα τα βουρκωμένα λόγια που ξεστόμισε λίγο πριν χωριστούν έμεναν ριζωμένα στο μυαλό του. “Θέλεις πραγματικά να φύγεις;”. Ακόμα τότε δεν μπορούσε να της δώσει μια απάντηση από καρδιάς, και αναρωτιόνταν τελικά αν άξιζε τον κόπο η επιλογή του να γυρίσει στην Βοσνία. Δεν ήξερε τι είχε απογίνει η Ντράγκανα, είχε να ακούσει την φωνή της κάπου δέκα πέντε μήνες, όμως όσο και να προσπάθησε ακόμα δεν την είχε βγάλει ουσιαστικά απ’ το μυαλό του. Με το μυαλό του ακόμα θολό και μπερδεμένο με τις αναμνήσεις που κάποτε τον πλήγωναν βαριά μα τώρα έτρεχε προς το μέρος τους και τις αποζητούσε όπως οι διψασμένοι σκύλοι το νερό κατακαλόκαιρο βρέθηκε να περιπλανιέται άσκοπα μέσα στο διεθνές αεροδρόμιο στο Βελιγράδι. Οι δυο συνοδοιπόροι του είχαν απλώσει την αρίδα τους σε μια από τις καφετέριες, χάζευαν τους ξεχασμένους ταξιδιώτες και έκλωθαν ιστορίες που ξεχείλιζαν από τα φλιτζάνια του τούρκικου καφέ που άχνιζαν αραδιασμένα στο τραπέζι τους... “Τι λες να κάνεις τώρα “ισοβίτη”;” ρώτησε ο Μαγνησίας μόλις ο Μανώλης Αντωνίου πλησίασε προς το μέρος τους. “Η ώρα περνάει, λέμε να τραβηχτούμε προς τα υπεραστικά· ώσπου να φτάσουμε στην Τούζλα θα ’χει πλακώσει η νύχτα...”. Άργησε να αντιληφθεί ότι περίμεναν απάντηση. Είχαν να τον φωνάξουν με αυτό το παρατσούκλι από την μέρα της φυγής του πριν δυο χρόνια, και στο άκουσμά του ανατρίχιασε· ίσως μερικά πράγματα να έμεναν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου, μπορεί στην Τούζλα να περίμενε κάτι από τα παλιά και να τον ξανανταμώσει. “Λέω να νοικιάσω αμάξι· έτσι κι αλλιώς δεν σκοπεύω να μείνω για πολύ, ίσα ίσα δυο με τρεις βδομάδες, να δω τι έχει μείνει από τα παλιά και τότε παίρνω τις οριστικές μου αποφάσεις...” είπε ανασηκώνοντας μηχανικά τους ώμους. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, σαν να μην είχε φύγει ποτέ σαν κυνηγημένος... Σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να προχωρά προς τα γραφεία. “Πιστεύω να κάνεις και για μας καμιά καλή” φώναξε από πίσω του ο Τάσος, και χωρίς να περιμένουν απάντηση οι δυο Έλληνες φοιτητές τον ακολούθησαν με γοργό βήμα. Πίσω από το γκισέ η υπάλληλος τους κοίταξε με παραξενεμένο βλέμμα ακούγοντας τον προορισμό τους, ο Μανώλης Αντωνίου όμως πλήρωσε προκαταβολικά για δύο μήνες σε γερμανικά μάρκα και αυτό ήταν αρκετό για να κάμψει την κάθε πιθανή αντίδρασή της. Μπήκαν στην ταλαιπωρημένη BMW κι άρχισαν να οδεύουν προς το Βελιγράδι... |