\"Writing.Com
*Magnify*
SPONSORED LINKS
Printed from https://shop.writing.com/main/view_item/item_id/2022810-Odyssey-1992-part-7
Item Icon
\"Reading Printer Friendly Page Tell A Friend
No ratings.
Rated: 18+ · Novel · Drama · #2022810
Ομίχλη πάνω απ'τα Βαλκάνια, 1ο μέρος, κεφάλαιο 11.
11.
Μετά το τέλος της απόρριψης από την κοινωνία όλα έπιασαν να ξεκαθαρίζουν μέσα στην θολούρα του μυαλού του. Από εκείνες τις στιγμές μια καινούρια ζωή άρχιζε για τον Μανώλη Αντωνίου· μια ζωή απαλλαγμένη από τα φαντάσματα του παρελθόντος, και επιπλέον προικισμένη με την εμπειρία και την ώριμη σκέψη που απόκτησε από των τόσων χρόνων πόλεμο.
Αυτό ήταν λοιπόν· το τέλος της διαδρομής για τα εφηβικά του όνειρα... Γύρω στα τέλη του Μάρτη επικοινώνησε με τον Μιλτιάδη Χρήστου, και μόλις έκλεισε το τηλέφωνο συνειδητοποίησε πως το ταξίδι του πια είχε τελειώσει. Ο παλιός του συγκάτοικος συνέχιζε τον ίδιο αγώνα και στην Ελλάδα, ενώ ο Μανώλης Αντωνίου μπήκε στην τελική ευθεία για την κατάκτηση ενός εντελώς διαφορετικού στόχου. Ήταν όλα λοιπόν ένα απλό παιχνίδι της ζωής ή είχαν και οι δυο εξελιχτεί στο λαμπερό παράδειγμα του άθλιου πολέμου συμφερόντων των μεγάλων, δυο απλές μαριονέτες στα χέρια επιδέξιου καραγκιοζοπαίχτη; Η μια στο τέλος επιβλήθηκε, έσπασε τις κλωστές και έζησε, ενώ η άλλη κάηκε στον σωρό με τα σκουπίδια...
Ήταν ένα από τα πιο ζεστά απογεύματα του Σεπτέμβρη των τελευταίων χρόνων. Μια από τις πιο σημαντικές μάχες της ζωής του Μανώλη Αντωνίου (που ήταν πια γνωστός στον κύκλο της παρέας με το παρατσούκλι “Βοσνίας”) πέρασε στο παρελθόν αρκετούς μήνες πριν, κι ο χρόνος του είχε αδειάσει σε απελπιστικό σημείο. Είχαν περάσει δυόμισι ατέλειωτα χρόνια απ’ την στιγμή που άρχισε η αιματοχυσία στην χώρα της απόγνωσης και το αίμα συνέχιζε να ρέει άφθονο στις γειτονιές των αδερφών και των γειτόνων. Στον γκρίζο τους περίγυρο τσακάλια πολεμούσαν με όλη τους την δύναμη, με νύχια και με δόντια να κρατήσουν το φεγγάρι... Στο μυαλό του τριγυρνούσε ακόμα εκείνη η εποχή της ευδαιμονίας, ο καιρός που τα δέντρα ακόμα άνθιζαν: δέντρα σκυφτά, αιώνια, με τα φυλλώματά τους θαρρείς να ανατριχιάζουν από την θέρμη της φωτιάς. Εκείνες τις στιγμές έσταζε φιλιωμένο δάκρυ και αίμα, και το κοφτό αλύχτημα των σκύλων δεν έλεγε ακόμα να σωπάσει...
Στα μέσα του Οκτώβρη για πρώτη φορά μετά την επιστροφή του από την Βοσνία ο Μανώλης Αντωνίου κατάλαβε φθινόπωρο. Οι απρόσμενες αλλαγές του καιρού, το γενικό κλίμα απαισιοδοξίας και ματαιότητας... Κάθε φορά που απέμενε μονάχος στο μπαλκόνι τα απογεύματα ξεχνιόταν ατενίζοντας τις αστραπές που έσκιζαν τον βαρύ από τα σύννεφα ουρανό –θέλεις από φόβο, δέος ή θαυμασμό– να αναρωτιέται αν τελικά θα έρχονταν κάποιες μέρες καλύτερες. Ένας δρόμος έμεινε να μπουν, μια πύλη να περάσουν· τις λιόχαρες μέρες του Αυγούστου διαδέχτηκαν μεμιάς οι γκρίζες μέρες του Δεκέμβρη, κι αυτοί μόνοι σε μια γωνιά του δρόμου να φωνάζουν ότι το μέλλον ήταν εδώ και τους σκότωσε, ένα μέλλον που δεν διέφερε σε τίποτα από το σκληρό τότε παρόν. Η μισή νιότη είχε περάσει πια, είχε φτάσει η στιγμή να κάνουν έναν πρόχειρο απολογισμό. Οι ώρες τους μοιράζονταν σε καλές και σε κακές, σε στιγμές ευτυχίας και ανεμελιάς ή σε στιγμές ευτυχίας και ανεμελιάς ή σε στιγμές που πλημμύριζαν πόνο και απόγνωση –πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Πολέμησαν σκληρά, μα στις ψυχές τους ήταν πιο πολλές οι πληγές από τις τραγικές απώλειες παρά οι γωνιές της χαράς. Πίκρες τους πότισε η ζωή μα η ψυχή δεν χάθηκε, μάτωσε μα δεν χάθηκε. Τις λιγοστές φορές που έβαλαν την φωνή της λογικής πάνω απ’ την θέλησή τους τα παιδικά τους όνειρα, τα πιο μεγάλα όνειρά τους κάηκαν στην πυρά της κοινής γνώμης... Στα χρόνια που έζησε σ’ αυτό τον κόσμο ήταν λίγες οι καλές στιγμές και ακόμα λιγότερες αυτές της ευτυχίας. Προδόθηκε από την μοίρα, χτυπήθηκε μπαμπέσικα αλλά δεν υποχώρησε. Πριν από κάμποσο καιρό πάσχιζε ακόμα να ορθοπλωρίσει μα τώρα, που μάιναρε τους κάβους για άλλες θάλασσες το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να καρφώσει το βλέμμα του μπροστά στον ωκεανό της ζωής, κρατώντας μόνο τις καλές θύμησες και βυθίζοντας τις άλλες στον πόντο του θανάτου...
Άλλη μια χειμωνιάτικη βραδιά στα όρια του παρόντος, και αυτός ακόμα πνιγμένος στις αναμνήσεις. Κάπου νοστάλγησε την παλιά ζωή, εκείνο το αδιάκοπο τρέξιμο που γέμιζε τις μέρες του. Τριάντα μήνες σε διαρκή εγρήγορση δεν ήταν και λίγος χρόνος για να συνηθίσει ο οργανισμός σε εκείνο τον ρυθμό, τα απογεύματα φαίνονταν άδεια από κάθε άποψη. Ίσως να ήταν απλά και μόνο μια μορφή αχαριστίας, ανικανότητας συμβιβασμού με τα κάθε φορά νέα δεδομένα. Κάθε μέρα που περνούσε έμοιαζε πιο ανούσια από την προηγούμενη, και αυτό έπρεπε κάποτε να σταματήσει: έπρεπε να πάψει να δένεται με το παρελθόν, και από τα ρημάγματα να αρχίσει να χτίζει ένα καινούριο μέλλον...
Ο Μανώλης Αντωνίου για άλλη μια φορά μετά από τρία κοντά χρόνια έφερε στο μυαλό τους συμφοιτητές του στην Βοσνία που μάτωσαν· τον Μωχάμετ, το ζεύγος των Έντιν, τον Μπόμπαν απ’ τα Σκόπια... Μια ολόκληρη γενιά κατεστραμμένη από τα γαμψά νύχια του εμφύλιου, που απέμεινε να αναρωτιέται αν θα προλάβαιναν να δουν τον ήλιο, την ειρήνη, ένα πιάτο ζεστό φαΐ και έναν άνθρωπο δικό τους να περιμένει όταν θα γύριζαν στο σπίτι...
© Copyright 2014 John Greek (johnkg at Writing.Com). All rights reserved.
Writing.Com, its affiliates and syndicates have been granted non-exclusive rights to display this work.
Printed from https://shop.writing.com/main/view_item/item_id/2022810-Odyssey-1992-part-7