![]() | No ratings.
Flashfiction, 121 words, precicely; no more, no less! |
Breathless, I felt my legs give way. I could no longer stand. Kneeling, I saw you for the first time—do you remember? You had begun to falter too, surrendering to the plague. Those enormous eyes of yours, unforgettable! They mirrored the despair of the whole world; and I believe I wore the same fevered gaze. Souls were fluttering in flocks above the hecatomb, like deserter swallows in a spring sky. An unforgettable sight. “Without humans,” they chirped to one another, “the wounds of Mother Earth will heal.” I couldn’t believe my ears! But I was certain you, too—while dying—understood their language. Incredible, how they rejoiced in our undoing! I saw you rise to join the flock, up there. Then—nothing. Darkness and cold. I’m one of the unlucky ones. One of those who survived. (Originally written in Greek) Θύμηση, μια ιστορία με 121 λέξεις ακριβώς, ούτε μία παραπάνω ούτε μία παρακάτω ούτε μία παραδίπλα: Ξέπνοος, αισθάνθηκα το ποδάρια μου να λύνονται. Δεν μπορούσα να κρατιέμαι άλλο όρθιος. Γονατίζοντας, σε πρωταντίκρυσα· θυμάσαι; Παραδομένη στο θανατικό, είχες αρχίσει να λυγίζεις κι εσύ. Εκείνα τα πελώρια μάτια σου, αξέχαστα! Καθρέφτιζαν όλη του κόσμου την απόγνωση· μα είχα κι εγώ, θαρρώ, το ίδιο πυρετικό βλέμμα. Κατά σμήνη πετάριζαν αυτόμολες οι ψυχές πάνω απ’ την εκατόμβη, ελεύθερα χελιδόνια στον ανοιξιάτικο ουρανό. Αξέχαστο θέαμα! “Χωρίς τους ανθρώπους”, τιτίβιζαν αναμεταξύ τους, “θα επουλωθούν οι πληγές της μάνας Γης”. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Ήμουνα σίγουρος ότι κι εσύ, ψυχορραγώντας, καταλάβαινες τη γλώσσα τους. Απίστευτο πώς πανηγυρίζανε το ξεκλήρισμά μας! Σε είδα που έφευγες να σμίξεις με το σμήνος, εκεί ψηλά. Μετά, τίποτα. Σκοτάδι και παγωνιά. Είμαι από εκείνους τους άτυχους, που επιβίωσαν… |