No ratings.
Ομίχλη πάνω απ' τα Βαλκάνια 1ο μέρος 2ο κεφάλαιο |
2. Το φως είχε αρχίσει να χαμηλώνει πίσω από τις κεραμοσκεπές και τα καλύβια της παλιάς πόλης. Οι εργατικές συνοικίες με τα μικρά σαν κλουβιά δυάρια του νότιου συνοικισμού ήταν ήσυχες, έρημες σαν τα νεκροταφεία τα μεσάνυχτα. Μόνο στα φτωχικά διαμερίσματα ο κάθε μεροκαματιάρης αντάμωνε την μοναξιά του, μία ακόμα μηδαμινή μονάδα σε ένα σύστημα που για καιρό έπνεε τα λοίσθια κι όμως κανένας δεν τολμούσε να διαμαρτυρηθεί ή να το διορθώσει… Τα φώτα στις καμινάδες των εργοστασίων της βιομηχανικής ζώνης δεν είχαν ανάψει ακόμα. Η σειρήνα που καλούσε την “βάρδια του νεκροταφείου” για δουλειά είχε σφυρίξει πριν από περίπου μισή ώρα. Ήταν πραγματικά η σκληρότερη της μέρας· το νυχτερινό ωράριο σε βγάζει από τον ρυθμό που καθορίζει το βιολογικό ρολόι (γι’ αυτό και τα εργατικά ατυχήματα διπλασιάζονταν τις μικρές ώρες της νύχτας) και περισσότερο σε εκείνες τις μονάδες με τα χημικά –μονάχα ο Θεός ήξερε τι κατασκεύαζαν μέσα σε εκείνα τα αποπνικτικά, φριχτά υπόγεια... Μονάχα κάτι πυκνά σμήνη από καρακάξες και κουρούνες φαίνονταν κουρνιασμένα εδώ κι εκεί στα ηλεκτροφόρα σύρματα των σταθμών υψηλής τάσης, σπάζοντας την νεκρική σιωπή με τα στριγκά κρωξίματά τους: ίσως και να έφερναν μηνύματα από κάποια διάσταση ανώτερη απ’ του ανθρώπου, με την ψυχή τους τόσο ποτισμένη ως το πετσί με αιθάλη και καρβουνόσκονη όσο και ο μουντζούρης του υπερσιβηρικού. Η Ντράγκανα Ράτκιτς είχε απομείνει ξεχασμένη στην μικρή βεράντα που έβλεπε προς την αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού, προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά σκέψεις και αναμνήσεις από ένα παρελθόν που εκείνες τις στιγμές έμοιαζε τόσο μακρινό που δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει από τα όνειρα που έκανε για πρίγκιπες και υποστατικά όταν, παιδούλα ακόμα, πηδούσε ανέμελα στα γόνατα του πατέρα της ακούγοντας τις πρώτες λέξεις από κάποιο παραμύθι για τις μυθικές βασιλοπούλες που κατέβαιναν συχνά ανάμεσα στις ρεματιές του Σάβα και του Δρίνου. Είχαν περάσει λοιπόν δυο σχεδόν χρόνια... Είχε τόσο βαθιά χαράξει στην ψυχή της εκείνη την μακάρια εποχή, τις πρώτες μέρες της μετοίκησής της στο σπίτι με τις τριανταφυλλιές στην Σκόγεβσκα, που η φυγή της έμοιαζε να έγινε μόλις πριν λίγες μέρες κι ας πέρασαν σχεδόν έντεκα μήνες. Ολόκληρο το παρελθόν φάνταζε ξένο στην ματιά της, σαν να μην έζησε ποτέ στην κάτω πόλη, σαν να μην είχε μπει ποτέ στο μικρό περιβόλι που κάθε χρόνο τέτοια εποχή βοτάνιζε η γερασμένη από τα χρόνια και τις κακουχίες Άιντα Ράτκιτς προετοιμάζοντας την στέρφα γη για να δεχτεί τον σπόρο και να ανθίσει σαν την αγκαλιά της γριάς μάνας. Σήκωσε το κεφάλι από το σαρακοφαγωμένο πάτωμα και πλησίασε στο σκουριασμένο κάγκελο που χώριζε την βεράντα από το νοτισμένο χώμα. Δυο κοντά χρόνια, και έμοιαζαν όλα να έχουν γίνει μόλις χτες... Ακόμα μερικές φορές σαν έκλεινε τα μάτια έβλεπε χαραγμένη ανεξίτηλα πίσω από τα βλέφαρα την μορφή του Μανώλη Αντωνίου, φορτωμένο με τους δύο παραγεμισμένους σάκους να κατηφορίζει με σκυμμένο το κεφάλι την σκάλα με τις ανθισμένες τριανταφυλλιές. “Θέλεις πραγματικά να φύγεις;” άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει, να μονολογεί στην ουσία πάνω στο κεφαλόσκαλο χωρίς ποτέ να πάρει μια απάντηση που ίσως να μην ήθελε ποτέ να φτάσει μέχρι τα αυτιά της. Από όσο μπορούσε να καταλάβει τον αγαπούσε ακόμα· μονάχα έτσι μπορούσε να εξηγήσει τον τρόπο που το μυαλό της έμενε συνεχώς προσκολλημένο στο χτες. Γύρισε στο σπίτι των γονιών της ξέροντας πως δεν είχε άλλη επιλογή, όμως συνέχεια ένιωθε πως πνιγόταν, σαν ο αέρας που για χρόνια την ανέθρεψε έγινε ξαφνικά φτωχός σε οξυγόνο. Ναι, μάλλον θα πρέπει να τον αγαπούσε, όμως η παραμονή της στην μικρή σοφίτα της Σκόγεβσκα ήταν πλέον ανέφικτη κι ας αλυχτούσε η καρδιά της απ’ τον πόνο... Όσο περνούσε η ώρα το σκοτάδι πλάκωνε όλο και πιο πολύ ψυχές και σώματα στην φτωχογειτονιά, και η Ντράγκανα Ράτκιτς παραδομένη ακόμα σε σκέψεις και αναμνήσεις από εποχές παλιότερες. Δεν πήρε είδηση την μάνα της που ανήσυχη μετά από αρκετή ώρα έβγαλε το κεφάλι της από την πρόχειρα φτιαγμένη πόρτα. “Το φαγητό είναι έτοιμο· δεν θα κοπιάσεις στο τραπέζι;”. Η Ντράγκανα Ράτκιτς ένιωσε να κοκκινίζει από την κορφή ως τα νύχια, σαν να την είχαν πιάσει στα πράσα να κάνει κάτι άπρεπο. Έσκυψε το κεφάλι και μπήκε γρήγορα στο μικρό σπίτι, πολεμώντας να σβήσει την χλωμάδα από το βλέμμα της. Κλειδώνοντας την πίσω πόρτα έπιασε με την άκρη των ματιών της τα κόκκινα φώτα στις καμινάδες των εργοστασίων να ανάβουν, ορίζοντας θαρρείς μια σκάλα που ίσως θα μπορούσε να φτάνει μέχρι τον ουρανό· ίσως μονάχα από τον ουρανό να περίμενε να έρθει έστω και μια μηδαμινή ελπίδα. Το μικρό σαλονάκι με την τραπεζαρία φυτεμένη παράταιρα σε μια γωνιά ήταν πλημμυρισμένο με την ίδια εκείνη ζεστασιά που θυμόνταν από τα μικρά της χρόνια: το δρύινο τραπέζι είχε σε κάποιο από τα πόδια του χαραγμένο άτσαλα το όνομα του αδερφού της, ήταν χιλιοξεσκισμένο στην ουσία από τον μικρό κλέφτικο σουγιά που έφερε κάποτε πεσκέσι στο πρωτοπαίδι του σπιτιού ο πατέρας της Άιντα Ράτκιτς γυρίζοντας από το Ούζαβνικ. Οι δυο ψάθινες καρέκλες στις άκρες είχαν πιαστεί από τον Ντράγκαν και την γριά τους μάνα· η τσόρβα άχνιζε στην μπακιρένια χύτρα σαν να την προσκαλούσε στο πιο πλουσιοπάροχο τσιμπούσι της ζωής της, εκείνη όμως ένιωθε την αμηχανία της να διογκώνεται όλο και πιο πολύ. Κάθισε στην πλευρά του τραπεζιού που έβλεπε στην βεράντα, έχοντας το κεφάλι πάντα καρφωμένο στο μισολιωμμένο πλαστικό του έντυνε το πάτωμα. Όλοι αυτοί οι μήνες που έζησε στην “αριστοκρατία” –όπως πολύ συχνά παρατηρούσε πικρόχολα ο Ντράγκαν Ράτκιτς– δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον χαρακτήρα της όσο το τετράμηνο που μεσολάβησε από την επιστροφή της. Νεκρική ησυχία κυριαρχούσε πάνω από το βασίλειο του τραπεζιού, με τον ήχο των ανοξείδωτων κουταλιών που έμπαιναν και έβγαιναν από τα πιάτα με την αχνιστή σούπα, το μόνο πράγμα που έσπαγε την μονοτονία στο μικρό δωμάτιο. Έτρωγαν και οι τρεις σιωπηλά, ως την στιγμή που ο Ντράγκαν Ράτκιτς σήκωσε το κεφάλι από το τραπέζι και στράφηκε προς την αδερφή του. “Μεθαύριο πρέπει να ξεκινήσω για το Μόσταρ· γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου λίγες μέρες, έτσι να αλλάξεις παραστάσεις;” είπε ψυχρά στην Ντράγκανα Ράτκιτς, αν και κατά βάθος μάντευε την απάντηση που θα έβγαινε από τα χείλη της αδερφής του. Έλπιζε πως με την επιστροφή της στο σπίτι οι κακές γλώσσες θα σταματούσαν να ασχολούνται μαζί τους, όμως ακόμα κάθε μέρα που περνούσε τα κουτσομπολιά για τον δεσμό της Ντράγκανα Ράτκιτς με κάποιον Έλληνα φοιτητή φούντωναν περισσότερο στις φτωχογειτονιές του νότιου συνοικισμού στην Τούζλα. Δεν χωρούσε πουθενά, ούτε στο σπίτι ούτε και στα παλιά του στέκια, ολόκληρα μερόνυχτα στριφογύριζε σαν το αγρίμι πολεμώντας να ζυγίσει την κατάσταση, για να καταλήξει στο τέλος πως ίσως μονάχα η φυγή της προς το Μόσταρ έστω και για τους λίγους μήνες που απέμεναν μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του στην μηχανολογία θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή της μικρής κοινωνίας από το σπιτικό τους. Η Ντράγκανα Ράτκιτς έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα με το βλέμμα της καθηλωμένο στο πιάτο με την σούπα που εδώ και κάμποσο είχε αρχίσει να πήζει, ενώ καθώς κυλούσαν τα λεπτά η νευρικότητα ξεχείλιζε σε όλες τις κινήσεις του αδερφού της, η ένταση θαρρείς ότι ξεβράζονταν από τους πόρους του ηλιοκαμένου του δέρματος. “Άσε με λίγο να το σκεφτώ, εντάξει;” είπε μετά από κάμποσο· αυτές οι λέξεις ήταν που έκαναν τον αδερφό της να ξεσπάσει. “Πόσο ακόμα χρόνο θέλεις να σκεφτείς;” ούρλιαξε σχεδόν ο Ντράγκαν Ράτκιτς, χτυπώντας την γροθιά του πάνω στο ετοιμόρροπο τραπέζι με τόση ορμή που η Άιντα Ράτκιτς γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη, έχοντας χάσει όσο χρώμα είχε απομείνει στα γερασμένα μάγουλά της. “Ελπίζω μόνο να βιαστείς, όταν λιώσουν οι πάγοι θα είναι πια πολύ αργά για σένα· κατέβα λοιπόν από τα σύννεφα κοπέλα μου γιατί η πτώση σου θα μας σκοτώσει όλους…” συνέχισε να μιλά με ορμή και την κοίταξε στα μάτια, προσπαθώντας να την ψυχολογήσει. Ποτέ του δεν μπόρεσε να την καταλάβει και ας έμεναν στο ίδιο σπίτι, κι ας ήταν πάντα μέλη μιας δεμένης οικογένειας... Η Ντράγκανα Ράτκιτς συνέχιζε να κοιτάζει προς το πάτωμα, ανήμπορη να αρθρώσει μια κουβέντα. Το πρόσωπό της είχε πανιάσει, δεν περίμενε τόσο έντονη φραστική επίθεση από τον Ντράγκαν. Το μυαλό της δούλευε ασταμάτητα: “πρέπει επιτέλους να μιλήσεις, να πεις κάτι” ηχούσε σαν καμπάνα μέσα στο κεφάλι της, εκείνη όμως δεν μπορούσε καν να βρει τις λέξεις για να εξηγήσει το αίσθημα της ευτυχίας που είχε καταλάβει τα εσώψυχά της όλον εκείνο τον καιρό που συζούσε με τον Μανώλη Αντωνίου, δεν ήθελε να απολογηθεί για πράξεις που δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν... “Είπα θα το σκεφτώ, ξεκόλλα επιτέλους απ’ την πλάτη μου!” φώναξε σε μια προσπάθεια να απεγκλωβιστεί, και προσπάθησε να κοιτάξει τον αδερφό της στα μάτια. Είχε καλά οργανωμένα στο μυαλό της χίλια δυο επιχειρήματα, από το στόμα της όμως δεν έβγαινε ούτε λέξη, θαρρείς πως είχαν στομώσει οι φωνητικές της χορδές και ξαφνικά έπαψαν να πάλλονται. Τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν· κανένας δεν μπορούσε να την καταλάβει. Σηκώθηκε από το τραπέζι με την ενοχή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και τις κινήσεις της και προχώρησε προς την εξώπορτα· ίσως ο καθαρός αέρας να την βοηθούσε να ξεκαθαρίσει το μυαλό της, να βγάλει κάποιαν άκρη με όσα την βασάνιζαν... |